Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Το κορίτσι.

Ήταν ένα κορίτσι μικρό
με μπερδεμένο μυαλό.
Σκεφτόταν τόσα πολλά
που παρανοούσε καθημερινά.
Πληγωμένη πολύ
από την ίδια την ζωή,
ζούσε απλά
χωρίς να περιμένει πολλά.
Δάκρυα στα μάτια της
κανείς δεν είχε δει
γιατί το κορίτσι
δεν είχε αγγιχθεί.
Συχνά οι άνθρωποι την ξεγελούσαν
όμως μετά πάλι πίσω την πετούσαν.
Νόμιζε για λίγο πως την ευτυχία έχει βρει
όμως η απογοήτευση της έκοβε την πνοή.
Είχε συνηθίσει στην κατάσταση αυτή
οπότε ζούσε έτσι χωρίς να περιμένει αλλαγή.
Γνώριζε ανθρώπους μα δεν την συγκινούσαν
και είχε αρχίσει να βαριέται όσους τα πολυλογούσαν.
Πίστεψε λοιπόν πως δεν θα ξανανιώσει
και μια ζωή απάθειας πως θα βιώσει.
Μια μέρα όμως είδε ψηλά στον ουρανό
τον ήλιο σαν κοίταξε της καθάρισε το μυαλό.
Πίστεψε πως εκείνος θα μπορέσει να την σώσει
έτσι ώστε πάλι συναισθήματα να νιώσει.
Έτσι λοιπόν για μακρινό ταξίδι είχε ξεκινήσει
τον ήλιο έβαλε σκοπό να πάει να συναντήσει.
Όμως το κορίτσι δεν άργησε πολύ
να διαπιστώσει ότι υπάρχει πρόβλημα βαρύ.
Σε κάθε βήμα που έκανε να φτάσει πιο κοντά του
εκείνος την έλουζε με την καυτή φωτιά του.
Το κορίτσι τότε πίστεψε πως δεν θα καταφέρει
τον όμορφο τον ήλιο στα χέρια της να φέρει.
Στιγμή όμως δεν σκέφτηκε το ταξίδι της να σταματήσει
και τον ήλιο τον καυτό ποτέ να μην γνωρίσει.
Η ζέστη ήταν αφόρητη για το μικρό κορίτσι
και δάκρυα πολλά στο μάγουλο της είχαν κυλήσει.
Το κορίτσι τότε συνειδητοποίησε πως είχε ξανανιώσει
χάρης τον ήλιο τον καυτό που την είχε λιώσει.
Του ψέλλισα ευχαριστώ, κι ας πια πονούσα τόσο 
γιατί κατάφερα ξανά τουλάχιστον να νιώσω.