'Τι κρύα και μουντή μέρα.
Ότι πρέπει για βόλτα'.Σκέφτηκε.
Της άρεσε το κρύο και ο άνεμος.
Της κρατούσε συντροφιά, έλεγε.
Σαν ένα ασπόνδυλο πλάσμα κάτω από τον αόρατο μανδύα του
που κόβει βόλτες ακόμα και στα πιο κακόφημα στενάκια της πόλης.
Είχε την δικιά της άποψη για τον άνεμο.
'Δεν αγαπάει όλους τους ανθρώπους..
Οι περισσότεροι εύχονται να μην υπήρχε.
Λίγοι είναι οι φίλοι του.
Και μας μαζεύει όλους μια φορά τα εκατό χρόνια εκεί που κρύβεται τα καλοκαιριά,
και βάζει σε τάξη τα κομμάτια του'.
Εκεί λοιπόν, στο σπίτι των ανέμων, όπου θνητή ψυχή δεν πάτησε ποτέ
εκεί ήθελε να βρεθεί.
Οι άνθρωποι την κορόιδευαν.Την απέφευγαν.
"Τι παράξενη κοπέλα είναι αυτή"
διάβαζε στα πρόσωπα όσων τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν.
Εκείνη όμως δεν την ένοιαζε.Αντίθετα ένιωθε σπουδαία και διαφορετική.Και παρόλο που δεν της άρεσε να διαχωρίζει τους ανθρώπους, εκείνοι το κάνανε από μόνοι τους αποφεύγοντας την.
Και αφού ήπιε και την τελευταία γουλιά από το τσάι της, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και βάδισε αργά προς τα έξω.
Μια μελωδία γαργαλούσε τα χείλη της και προσπαθούσε να βάλει σε σειρά τους στίχους.
~If I could escape...
Με το πρώτο βήμα όπου απέκτησε επαφή με τον έξω κόσμο, τράβηξε μέσα της μια γερή ρουφηξιά φθινοπωρινής μελαγχολίας και παγωμένου αέρα.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τους υπόλοιπους στίχους του τραγουδιού, οπότε συμβιβάστηκε με εκείνη την φράση που επανειλημμένα σιγοτραγουδούσε σαν κάποια καραμέλα που γλιστρούσε μέσα-έξω στα χείλη της.
~If I could escape...
Ο Δρόμος πιο στεγνός απ'όσο τον περίμενε.
'Η βροχή δεν τίμησε την γερασμένη μου πόλη ακόμα'. σκέφτηκε.
Αλλά δεν το εννοούσε έτσι απλά.
Ο δρόμος ήταν στεγνός και από άποψη ζωής.
Σαν άψυχα υποκείμενα οι άνθρωποι περιφέρονταν βιαστικά από τον έναν δρόμο στον άλλο, από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, λες και θα βρίσκανε τα χαμένα τους νιάτα σαν έφταναν σε κάποιον άγνωστο προορισμό.
~If I could escape...
Ήταν άνθρωπος του πάγου, του χειμώνα, αλλά μια μικρή φλόγα είχε ανάψει μέσα της.
Και όσο περνούσαν οι μέρες η φλόγα γινότανε φωτιά και την έκαιγε,την πονούσε.
Δεν είχε σε ποιον να μιλήσει και έθαβε μέσα της όσα σκεφτόταν.
Έθαβε και έθαβε συνεχώς και χωρίς να το καταλάβει έθαβε και κομμάτια του εγώ της.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως έχανε τον εαυτό της σιγά σιγά.
Η βόλτα είχε κρατήσει παραπάνω απ'όσο συνήθως.
Κάτι την τραβούσε από το να γυρίσει στο σάπιο σπίτι της.
Σαν κάτι να ήθελε να κάνει αλλά το σκεφτόταν ξανά και ξανά.
Μηχανικά πλέον προχωρούσε,αφού η θολούρα στο μυαλό της δεν την άφηνε να σκεφτεί ούτε τον προορισμό.
Παρ'όλα αυτά, έφτασε σε ένα εγκαταλελειμμένο χωράφι,
γεμάτο ξερά φυτά και ψόφιες προσδοκίες.
Της απέπνευσε το τέλος της αυτό το μέρος.
Βάζοντας φωτιά πάνω της, περίμενε με δάκρυα συγκίνησης και όχι πόνου την στιγμή που θα γινόταν και η ίδια μία σκόνη που θα την παρέσερνε ο άνεμος που τόσο αγαπούσε.
Και εν τέλει αυτό έψαχνε.Ήταν γεννημένη σε λάθος πραγματικότητα και άργησε να το καταλάβει.
~If I could escape...