Έβλεπε παντού γραμμένο "Πρόσεχε μην χαθείς".
Σε τοίχους, σε στύλους, σε δρόμους.
Μα δεν έδινε σημασία.
"Κάποιος προσπαθεί να με μπερδέψει" είπε και γέλασε πνιχτά.
'Ένας παλιός παιδικός σταθμός, ένα μεγάλο δέντρο, ένας δρόμος με νερά.
"Πρόσεχε μην χαθείς"
Ήταν τόσο γνώριμη η γειτονιά, πώς θα μπορούσε να χαθεί,
σκέφτηκε προβληματισμένη αυτή τη φορά.
Στον παιδικό σταθμό δεν υπήρχε πια ζωή
αλλά καθώς πέρασε απ' έξω, χιλιάδες τσιριχτές παιδικές φωνές
της τρυπούσαν το μυαλό.
Ένας δρόμος με νερά.
Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί από τις φωνές.
Έπεσε στα γόνατα και από την μανία της
έτριψε τα δάχτυλα της στην τραχεία άσφαλτο.
Το νερό σκόρπισε το αίμα γρήγορα στον δρόμο.
Η τσάντα της είχε ανοίξει και το περιεχόμενο της ξεχύθηκε γύρω της.
Ένα δέντρο.
"Τι όμορφο δέντρο" είπε και χαμογέλασε.
"Τα παιδάκια από τον παιδικό σταθμό πρέπει να ρίξανε κόκκινες μπογιές" είπε απορημένη κοιτώντας τα βαμμένα κόκκινα χέρια της.
Σηκώθηκε και τα σκούπισε πάνω της για να μαζέψει τα πράγματα της.
"Γιατί ήρθα εδώ;" "θα μπορούσα να είχα χαθεί".
Καθώς προχωρούσε, ένα μικρό αγόρι έτρεξε πίσω της.
"Κυρία, ξεχάσατε αυτό" της είπε με μια οικειότητα στην φωνή του
και της έδειξε ένα κουτάκι χάπια.
Εκείνη, γύρισε αργά και του απευθύνθηκε χαμογελώντας.
"Δεν είναι δικά μου"
και συνέχισε να περπατάει.
"Πρόσεχε μην χαθείς"
Σε τοίχους, σε στύλους, σε δρόμους.
Μα δεν έδινε σημασία.
"Κάποιος προσπαθεί να με μπερδέψει" είπε και γέλασε πνιχτά.
'Ένας παλιός παιδικός σταθμός, ένα μεγάλο δέντρο, ένας δρόμος με νερά.
"Πρόσεχε μην χαθείς"
Ήταν τόσο γνώριμη η γειτονιά, πώς θα μπορούσε να χαθεί,
σκέφτηκε προβληματισμένη αυτή τη φορά.
Στον παιδικό σταθμό δεν υπήρχε πια ζωή
αλλά καθώς πέρασε απ' έξω, χιλιάδες τσιριχτές παιδικές φωνές
της τρυπούσαν το μυαλό.
Ένας δρόμος με νερά.
Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί από τις φωνές.
Έπεσε στα γόνατα και από την μανία της
έτριψε τα δάχτυλα της στην τραχεία άσφαλτο.
Το νερό σκόρπισε το αίμα γρήγορα στον δρόμο.
Η τσάντα της είχε ανοίξει και το περιεχόμενο της ξεχύθηκε γύρω της.
Ένα δέντρο.
"Τι όμορφο δέντρο" είπε και χαμογέλασε.
"Τα παιδάκια από τον παιδικό σταθμό πρέπει να ρίξανε κόκκινες μπογιές" είπε απορημένη κοιτώντας τα βαμμένα κόκκινα χέρια της.
Σηκώθηκε και τα σκούπισε πάνω της για να μαζέψει τα πράγματα της.
"Γιατί ήρθα εδώ;" "θα μπορούσα να είχα χαθεί".
Καθώς προχωρούσε, ένα μικρό αγόρι έτρεξε πίσω της.
"Κυρία, ξεχάσατε αυτό" της είπε με μια οικειότητα στην φωνή του
και της έδειξε ένα κουτάκι χάπια.
Εκείνη, γύρισε αργά και του απευθύνθηκε χαμογελώντας.
"Δεν είναι δικά μου"
και συνέχισε να περπατάει.
"Πρόσεχε μην χαθείς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου